Γιατί οι άνθρωποι είναι εύπιστοι και δυσάρεστα συναισθήματα

giati-oi-anthropoi-einai-efpistoi-kai-dysaresta-synaisthimata

Τι μένει από το αναγνωστικό κοινό αν δεν το ταΐζεις με περιεχόμενο που είναι εξαιρετικά ποιοτικό που και που· αν δεν το κάνεις να νιώθει πως συμμετέχει σε τούτο το περίεργο παιχνίδι που ονομάζεται αρθρογραφία, δηλαδή γράψιμο από τη μεριά μας και ανάγνωση από το αναγνωστικό κοινό, τότε τι απομένει;


Και τι καλύτερο για να εκπληρώσεις τα παραπάνω από το να δέχεσαι ερωτήσεις για τις οποίες αφιερώνεις ένα ολόκληρο άρθρο να απαντήσεις; Κοινή και επιτυχημένη η συνταγή ή αλλιώς γνωστή και ως “όταν βαριέμαι να απαντήσω στα email ένα προς ένα, κάνω συστάδες τις ερωτήσεις και τις απαντώ“.

Κάπως έτσι προέκυψε και η σημερινή επιλογή κάποιων ερωτήσεων που προέκυψαν αρκετές φορές υπό διάφορες μορφές στον κοινό τους πυρήνα, καθώς και ερωτήσεις που πολλές φορές τα άτομα που τις κατέθεταν τις ανέφεραν ως “φιλοσοφικές” —  ναι, είναι σε σύγκριση με την ερώτηση “τι κάνει μια κλανιά να μυρίζει σαν χαλασμένο αυγό” που έχει κατά καιρούς απασχολήσει το αναγνωστικό μου κοινό. Όχι, ας μην εξάπτονται οι φιλόσοφοι φίλοι μας, δεν έχουμε τίποτες “βαρύ” σήμερα. Μπορούν κάλλιστα να πεταχτούν να μας φέρουν κριτσίνια, άντε και τσιγάρα για τους λοιπούς αναγνώστες — έχουμε να κάνουμε με γατάκια· στο περίπτερο αδερφές μου στο περίπτερο!

Πάμε να δούμε το μενού και ας αφήσουμε τον αναγνώστη καλύτερα να κρίνει αν και κατά πόσο τα ερωτήματα είναι βαριά φιλοσοφικά! Θα φορέσω το ύφος του αδιαμφισβήτητου παντογνώστη -αυτό που τόσο λατρεύεις- και θα σε κεράσω μερικά σφηνάκια Μοναδικής Αλήθειας — ω, πόσο καλύτερος θα ήταν αυτός ο κόσμος αν αγόραζε τις αλήθειες του μονάχα από εμένα!

Γιατί μας αρέσουν τα δυσάρεστα συναισθήματα;

Εδώ τίθεται ένα μεγάλο ερώτημα, δηλαδή γιατί μας αρέσουν κατά βάθος τα διάφορα ευρέως αποδεκτά ως δυσάρεστα συναισθήματα.

Η παραπάνω δήλωση - ερώτηση αποτελεί μια συμπύκνωση ερωτημάτων που κατά καιρούς έχω λάβει, η οποία αποδίδεται καλύτερα από το “γιατί αρέσει, σε ορισμένα άτομα τουλάχιστον, να κυνηγούν ενεργά και με μπρίο, εμπειρίες που προκαλούν συναισθήματα που συνήθως δεν θα τους έδινες θετικό πρόσημο ή θα έβγαινες εκτός πορείας για να τα αποφύγεις, όπως φόβο και πόνο” — εδώ έχουμε από “τρενάκια” λούνα παρκ που σε τρομάζουν με ποικίλους τρόπους, μέχρι θρίλερ και κατανάλωση φαγητών που “πονάνε”  ή πιο ασυνήθιστες πρακτικές πρόκλησης πόνου και φόβου οι οποίες φλερτάρουν με υπαρκτό κίνδυνο.

Στο παραπάνω διακρίνω δύο στελέχη πιθανής ερμηνείας: σε διαπροσωπικό/κοινωνικό επίπεδο και σε ατομικό.

Στο πρώτο στέλεχος έχουμε τη, “κλασική” για αρκετές κουλτούρες, απόδειξη ικανότητας του να ανταπεξέλθεις εκεί που είναι “προβλεπόμενο” να λακίσεις, η οποία μπορεί να πάρει την μορφή συναγωνισμού ή ανταγωνισμού προς απόκτηση ενός “τίτλου” με “θετικό πρόσημο” όπως ορίζεται στην εκάστοτε κουλτούρα (πέρασμα στην ενηλικίωση, ανδρεία, επιλεκτικός μηχανισμός του “καλύτερου/ανθεκτικότερου αρχηγού”). Αντέχεις και την παλεύεις σε κάτι δύσκολο που ίσως αποτελεί υπέρβαση των έμφυτων βιολογικών μηχανισμών αυτοπροστασίας και η επισφράγιση αυτής σου της ικανότητας μέσω επίδειξής της αποτελεί από “status symbol” μέχρι κοινωνικό “νόμισμα” το οποίο ουσιαστικά οδηγεί στην τόσο “σφάζω-τα-πάντα-και-σφάζομαι-για-τούτη” ερωμένη του ανθρώπινου γένους, την αποδοχή.

Σε ατομικό επίπεδο υπάρχουν διάφορες ερμηνείες. Δυο “εύκολες” εξηγήσεις είναι η μηχανιστική εξήγηση της “ανταμοιβής” — δευτερογενή σε αυτή την περίπτωση, άπαξ και το ερέθισμα αυτό καθεαυτό δεν είναι ευχάριστο. Ευχάριστη όμως μπορεί να είναι η αδρεναλίνη και οι ενδορφίνες που παράγονται ως “παυσίλυπα” σε τέτοιες καταστάσεις, καθώς και “χρηστική” από την πλευρά της “κάθαρσης” ( θέμα κοινό με έναν από τους ρόλους μιας “δυσάρεστης” θεατρικής τραγωδίας) ή της “παρηγοριάς“, γνωρίζοντας πως δεν υπάρχει ουσιαστικά πραγματικός κίνδυνος.

Η απουσία πραγματικού κινδύνου είναι ένα ενδιαφέρον θέμα που εν μέρει αφήνει το άτομο που βιώνει τους “fight or flight” μηχανισμούς να τους απολαύσει, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως δεν τίθεται θέμα “επιβίωσης“: όταν σε κυνηγάει λιοντάρι -γεγονός με κάμποση αδρεναλίνη-, θα ήταν δύσκολο να τρέχεις άκρως φλεγματικός με μια πίνα κολάντα στο χέρι και μια μειλίχια “elevator music” διασκευή του  αγαπημένου σου τραγουδιού να παίζει για “χαλί” — στην περίπτωση του bungee jumping ή ενός θρίλερ μπορεί να ουρλιάζεις σαν να μην υπάρχει αύριο αλλά η πίνα κολάντα μπορεί να παραμείνει καρφωμένη στο χέρι σου.

Ίσως στο ατομικό επίπεδο το θέλγητρο “δυσάρεστων” συναισθημάτων να βρίσκεται και στην τάση που έχουμε (ή ευχέρεια επιλογής κατά ορισμένους) για κατά βούληση τροποποίηση της συγκινησιακής μας κατάστασης. Εδώ αναλογίσου πόσα πράγματα κάνεις διότι έχουν τον τρόπο τους να αλλάζουν τον τρόπο που νιώθεις και αυτό το βρίσκεις από “ενδιαφέρον” μέχρι “ευχάριστο“: μουσική, χορός, βόλτες ακόμα και… ψυχοτρόπες ουσίες — χμ,σαν να τα έχουμε ξαναπεί όλα τούτα κάποτε.

Έχοντας την “ανάγκη” να αλλάξεις την συνειδησιακή σου κατάσταση, μπορεί να προτιμήσεις πιο “ακραία” ερεθίσματα, πιο έντονα και πιο γρήγορα, τα οποία θα έχουν τον αντίστοιχο αντίκτυπο και η διαφορά τους με κάτι πιο ήπιο μπορεί να παρομοιαστεί με την διαφορά μεταξύ χορήγησης ενός φαρμάκου από το στόμα VS χορήγησή του κατευθείαν στην κυκλοφορία του αίματος με ένεση. Μια “δυσάρεστη” εμπειρία μιας (ελεγχόμενης) πτώσης ακραίας επιτάχυνσης ή ενός θρίλερ πληρεί αυτές τις προϋποθέσεις — συνήθως τηρώντας και το “με σχετική ασφάλεια, απουσία πραγματικού κινδύνου“.

Γιατί οι άνθρωποι είναι εύπιστοι;

Οι άνθρωποι δεν είναι καθόλου εύπιστοι και προβάλλουν τιτάνιες αντιστάσεις, κυρίως όταν αυτό που τους λες πάει κόντρα στις απόψεις τους.

Υπάρχουν διάφορες εκφάνσεις της ευπιστίας, όπως η ευπιστία απέναντι σε άτομα που τείνουν να σε εκμεταλλευτούν (confidence tricks), η ευπιστία απέναντι σε αναφορές ή “δεδομένα” φίλια προς τις ήδη διαμορφωμένες σου απόψεις. Σε αυτή την περίπτωση όμως η ερώτηση μου τέθηκε υπό το πρίσμα της ευπιστίας απέναντι σε “αποδείξιμα” (μέχρι ευκόλως αποδείξιμα) λανθασμένες θέσεις, με εργαλεία ευρέως προσβάσιμα (credulity vs gullibility).

Το ερώτημα αυτό τέθηκε από δυο διαφορετικά άτομα τα οποία τυγχάνει να έχουν εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις σε κάποια ευκόλως αποδείξιμα θέματα και (σχετικά προβλεπόμενα, αν και με “μετριοφροσύνη ημι-οικειοποίησης του χαρακτηριστικού“) τέθηκε υπό το πρίσμα του “οι άλλοι είναι εύπιστοι“.

Αυτό που έκανα τελικά, είναι να παραπέμψω το ένα άτομο στο άλλο, υποδεικνύοντάς το ως “το πιο κατάλληλο άτομο να σου απαντήσει” χωρίς περαιτέρω διευκρινήσεις, ως ένα ενδιαφέρον πείραμα — ή αν προτιμάς για να κάνω χάζι της αντιδράσεις τους. Μέχρι να έχουμε πίσω τα αποτελέσματα, ας δούμε μια ενδιαφέρουσα πλευρά αυτού του θέματος:

Ναι, μέρος της απάντησης είναι πως ο άνθρωπος έχει την τάση να δέχεται άκριτα δεδομένα που του αρέσουν ή τον βολεύουν (ασφάλεια, εφησυχασμός εσωτερικών συγκρούσεων κ.τ.λ.), ενώ ξάφνου να ξυπνάνε οι κριτικές του ικανότητες και να περνάει από χίλια κόσκινα το μη οικείο/αυτό που του χαλάει την ζαχαρένια της όμορφα στρωμένης θεωρίας του — όμως αυτό είναι μόνο ένα κομμάτι, “κουρασμένο” σχετικά σε πολλά άρθρα αυτής της στήλης.

Ένα άλλο μέρος της απάντησης θα μπορούσε να είναι το “διότι οι άνθρωποι είναι κατά βάση κοινωνικά όντα“. Ακόμα και μέσα από τις πιο αυστηρές και δύσκαμπτες επιστημονιστικές παρωπίδες, η αναφορά σε “κοινωνικό ον” θέτει αυτή την ποιότητα ως πρωταρχική, ως τον “επιλεγμένο” μηχανισμό επιβίωσης του είδους, μας ο οποίος είναι ουσιαστικά το “μέσα από την αλληλεπίδραση με τους άλλους και την δημιουργία όποιων κοινωνικών δομών και σχέσεων” εμπεριέχοντας ως συγκολλητικό παράγοντα το “ανήκειν“, την “αποδοχή” και την “εμπιστοσύνη” που οριοθετούν το εντός και το εκτός — και που τόσο προβληματίζει όσους ασχολούνται με κοινωνικά ζητήματα (ανθρώπινα δικαιώματα, πολιτική, ιστορία).

Ακόμα και ο κινητήρας (εγκέφαλος) της υποτιθέμενης “καθαρής ευφυίας” που σου δίνει την ιπποδύναμη να μπορείς να αναπτύξεις το πιο πολύπλοκο φιλοσοφικό σύστημα, την πιο πυκνή γλώσσα (εκείνη που μιλάνε οι φιλόσοφοι που στείλαμε για κριτσίνια — α, μην ξεχάσουν και τα τσιγάρα σου!) ακόμα και την δυσνόητη -αν την γνωρίζεις πραγματικά- κβαντική φυσική, εικάζεται πως πιθανότατα σφυριλατήθηκε βάση της κοινωνικής αλληλεπίδρασης ως στρατηγική επιβίωσης.

Ως εκ τούτου, το όλο μας υπόστρωμα είναι καλύτερα ρυθμισμένο για “ανήκειν“, για “συνεργάζομαι” και για “παίζω καλή μπαλίτσα με τους άλλους“, παρά για ενδελεχή έλεγχο -μέχρι σπάσιμο γεννητικών οργάνων του- αν κάποιο δεδομένο είναι ορθό ή όχι από καθαρά φυσική/λογική/υλική σκοπιά.

Ο συνεχής έλεγχος και η αμφιβολία πολλές φορές μπορεί να σε κάνει δυσάρεστο άτομο ή/και να σε απομακρύνει από το γκρουπ, δεδομένου ότι η σύμπνοια απόψεων και η συμμόρφωση στην εκάστοτε γκρούπα που κάποιος θέλει να ανήκει, είναι χαρακτηριστικά που πρέπει να διαθέτεις για να λάβεις την “κάρτα μέλους” σου. Σε ένα τέτοιο σύστημα έχεις πολλά περισσότερα να χάσεις (και ποιοτικά, και ποσοτικά, αλλά και πιθανολογικά) από την μη αποδοχή ευρέως αποδεκτών λανθασμένων στεγανών (της ευρύτερης κοινωνίας μέχρι της “υποκουλτούρας” σου) παρά από την αυτού καθεαυτού υιοθέτηση εσφαλμένης θέσης με την όποια πρακτική της απόρροια.

Σε πολύ απλά λογάκια, η κοινωνική απόρριψη “σκοτώνει” (εντός και εκτός εισαγωγικών) πολύ περισσότερο από το να είσαι λάθος.

Πιθανόν τα παραπάνω να είναι ένας ακόμα λόγος που δεν θα προτιμήσεις την έρευνα, με την πιθανότητα της κατάρριψης μιας άποψης στοιχείου και τούτο είναι ανεξάρτητο από την ευκολία ελέγχου του δεδομένου, την ευφυΐα και την προσβασιμότητα σε εργαλεία που το επιτρέπουν — απο google, μέχρι του ό,τι “φοράει” η κρεάτινη πλατφόρμα που λέμε πως έχεις μέσα στο κρανίο σου.