Με κουρσάρο οδηγό, προς τον εκσυγχρονισμό

me-koursaro-odigo-pros-ton-eksynchronismo

Αυλαία για την καλλιτεχνικά γόνιμη περίοδο Λαζαρίδη αποτέλεσε η παρουσίαση της όπερας του Βέρντι «Σιμόν Μποκκανέγκρα» από την ΕΛΣ, σε συμπαραγωγή με τον ΟΜΜΑ, στην αίθουσα «Τριάντη» (4 έως 11/12/2019). Επρόκειτο για μία ακόμη ανάπλαση παλαιότερης, επιτυχημένης σκηνοθεσίας, στην προκειμένη περίπτωση του Ντέιβιντ Ολντεν για την Εθνική Όπερα της Αγγλίας (ΕΝΟ, 1987).

Ήταν συνολικώς η καλύτερη παραγωγή που έχει προσφέρει η ΕΛΣ τα τελευταία χρόνια, γεγονός που συμψηφίζει απόλυτα οικονομικά κόστη και τολμήματα της τελευταίας διετίας όσον αφορά ρεπερτόριο και σκηνοθεσίες. Η περιορισμένη προσέλευση κοινού, πικρός καρπός δεκαετιών υστέρησης σε εκσυγχρονισμό των μουσικών μας πραγμάτων, ας μην αποτρέψει τους υπεύθυνους από το να συνεχίσουν προς ίδιες ή ανάλογες κατευθύνσεις: το δικαιολογεί απόλυτα ο εκπαιδευτικός/μορφωτικός ρόλος της κρατικής ΕΛΣ που τη διαφοροποιεί ριζικά από τη δράση άλλων θεσμών στον ίδιο χώρο, όσο και η απαραίτητη αναβάθμιση ρεπερτορίου και επιδόσεων που οφείλει να προηγηθεί της μετεγκατάστασης στο Φαληρικό Δέλτα.

Όπερα με επισφαλείς δραματικές ισορροπίες και δαιδαλώδη υπόθεση, ο «Μποκκανέγκρα» δύσκολα κερδίζει το κοινό. Ωστόσο, ο Αμερικανός σκηνοθέτης και οι συνεργάτες του πέτυχαν το ακατόρθωτο! Χαρακτηριζόμενη από υποδειγματική καθαρότητα, ακρίβεια και οικονομία, η εμπνευσμένη δραματουργική πρότασή τους ακολούθησε στενά όσα υπαγόρευε η μουσική, μεταφράζοντάς τα άμεσα σε λεπτομερέστατη σκηνική καθοδήγηση των μονωδών, από τους οποίους άντλησε άριστες ερμηνείες, μεστές, στιλιζαρισμένης θεατρικότητας.

Επιπλέον, στηριζόμενη σε έναν πειστικό συνδυασμό συμβολισμών και ημιρεαλιστικών εικόνων (σκηνικά/κουστούμια Ντ. Φίλντινγκ), εστίασε στην καθαρότητα της αφήγησης και στην ψυχολογική/ψυχαναλυτική αποκωδικοποίηση χαρακτήρων και καταστάσεων. Υποχρεωτικά αρκούμαι σε ενδεικτικές αναφορές.

Ο χαρακτηρισμός «καλών» και «κακών» ηρώων και ομάδων επιτεύχτηκε με συμβολικό, διαγώνιο χωρισμό της σκηνής σε άσπρα και μαύρα πεδία που ανάλογα με τις περιστάσεις φιλοξενούσαν τους μεν ή τους δε φανερώνοντας την υπονομευτική ρευστότητα και σχετικότητα των καταστάσεων. Κατά το άλμα 25ετίας που μεσολαβεί μεταξύ προλόγου και α' πράξης, χρόνος και ψυχολογικός τόπος γεφυρώθηκαν με το θαυμάσιο εύρημα του σώματος της νεκρής Μαρίας (μητέρα), που απομένει επί σκηνής για να ζωντανέψει ακολούθως ως ερωτευμένη Αμέλια (κόρη) υπομνηματίζοντας τη συναίρεση/ταύτιση των δύο γυναικών στην ψυχολογία των αντίπαλων πρωταγωνιστών Μποκκανέγκρα και Φιέσκο.

Δυναμική χορογραφία κίνησης του πλήθους -να αντιπαραθέσω την απόλυτη καθήλωση της εξίσου σημαντικής χορωδίας στον καλομοιρικό «Πρωτομάστορα»;-, δραματικά λειτουργικότατοι φωτισμοί (Β. Γκέμπελ) αλλά και υποδειγματικά πειστική αξιοποίηση (επιτέλους!) της κολοσσιαίας σκηνής συνέκλιναν αρμονικότατα στη σύνθεση μιας καθηλωτικής σκηνικής εμπειρίας!

Σε μουσικό επίπεδο η παράσταση ήταν επίσης διεθνών προδιαγραφών. Εργο, η ισορροπημένη μουσική απόδοση του οποίου απαιτεί δυνατούς και ισοδύναμους πρωταγωνιστές, ο «Μποκκανέγκρα» υπηρετήθηκε άριστα από διανομή εκλεκτών μονωδών. Επικεφαλής βρισκόταν ο ακμαίος βαρύτονος Δημήτρης Τηλιακός σε έναν από τους ρόλους-σταθμούς της σταδιοδρομίας του· με ρωμαλέο, καλαίσθητο, συγκινησιακά χρωματισμένο τραγούδι και υποβλητική σκηνική παρουσία, μας πρόσφερε ένα πορτρέτο του βασανισμένου βερντιανού ήρωα που θα θυμόμαστε. Η τελική σκηνή της συμφιλίωσής του με τον εύστοχα εσωστρεφή Φιέσκο του Ούγγρου βαθύφωνου Μπαλίντ Σάμπο υπήρξε από τις συγκινητικότερες της βραδιάς.

Τον μοναδικό και γι' αυτό ιδιαίτερα κρίσιμο γυναικείο ρόλο της Αμέλιας ενσάρκωσε με απόλυτη επιτυχία η Χιλιανή υψίφωνος Ανχελα Μαράμπιο. Χυμώδες, ορθοτονικά ασφαλές, ηχηρό σε όλη την έκταση της φωνής και με δυναμικά αρθρωμένη φραστική, το τραγούδι της συνοδεύτηκε από δυνατή, συγκινησιακά ακτινοβόλα σκηνική παρουσία. Τα δύο μαζί συγκράτησαν αβίαστα την αξονική εστίαση της δράσης στον μοναδικό ανεπιφύλακτα φωτεινό ρόλο της δραματουργίας του έργου. Η σκηνική και φωνητική της συνάντηση με τον νεανικό, παλλόμενο από συγκίνηση Γκαμπριέλε του Ιταλού τενόρου Φραντσέσκο Ντεμούρο όρισε μερικές από τις απολαυστικότερες και πιο φορτισμένες στιγμές της βραδιάς!

Το κουιντέτο των πρωταγωνιστών ισορρόπησε επάξια ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς, αποδίδοντας με δεόντως ζοφερούς τόνους τον βαρύνοντα ρόλο του απεχθούς δολοπλόκου Πάολο. Ο Ιταλός αρχιμουσικός Κάρλο Μοντανάρο υποστήριξε σωστά τους μονωδούς, κυρίως όμως άντλησε από την Ορχήστρα της ΕΛΣ ένα απροσδόκητα εκφραστικό παίξιμο, αβίαστα συντονισμένο, με ήχο πλούσιο σε αποχρώσεις και ακριβοθώρητες διαβαθμίσεις δυναμικής! Ομοίως καλή ήταν η απόδοση της χορωδίας.