Οι αστοί της Κύμης τραγουδούν δημοτικά

oi-astoi-tis-kymis-tragoudoun-dimotika

Πολλαπλώς αξιόλογη έκδοση. Όχι μόνο για τη δημοσίευση σπάνιου μουσικού υλικού μιας ιδιαίτερης περιοχής, αλλά και για τα ζητήματα μελέτης που θέτει καθώς και τις αφορμές για ανταλλαγές απόψεων που δίνει.

Τα τραγούδια αυτά αποτελούν μέρος μιας καταγραφής που πραγματοποίησαν το 1955 στην Κύμη ο Σίμων και η Αγγελική Καρά. Ας σημειωθεί ότι πρόκειται για καταγραφές μουσικής επί χάρτου, μιας και την εποχή εκείνη τα μέσα της ηχητικής καταγραφής ήταν απρόσιτα στους ερευνητές.

Οι «ήχοι» που αποτύπωσε στο χαρτί το ζεύγος Καρά παρέμεναν και περίμεναν εκεί για 52 χρόνια, μέχρι που ο μαθητής και συνεργάτης του Σ. Καρά, Εμμανουήλ Α. Χανιώτης, επεξεργάστηκε μέρος του υλικού, προσέθεσε δηλαδή μια συνοδεία (οργάνων) στην υπάρχουσα φωνητική μελωδική γραμμή. Οπως σημειώνει ο επιμελητής της έκδοσης Νίκος Διονυσόπουλος, υπήρξαν δύο ευτυχείς συγκυρίες: αφ' ενός η εργασία του Εμμ. Χανιώτη, αφ' ετέρου το γεγονός ότι οι άνθρωποι που υπαγόρευσαν τα τραγούδια αυτά το 1955, νεαροί και νεαρές τότε, τα τραγουδούν και τώρα στις εγγραφές αυτές. Αυτά, γράφει, μας δίνουν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και παραδειγματική υλοποίηση αυτής της προσπάθειας και προσθέτει: «Βέβαια ενδέχεται να ξενίσει (ευχάριστα νομίζω) αρκετούς εξ ημών το αστικό -κατά κάποιο τρόπο- ύφος των κουμιώτικων τραγουδιών [...] Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε, όμως, ότι ήδη από τότε ο Σ. Καράς είχε εντοπίσει το αστικό μουσικό ιδίωμα της Κύμης το οποίο μάλιστα ενέτασσε σε ένα ιδεατό μουσικό τόξο Αθήνα - Κύμη - Σκύρος...».

Θα συμφωνήσω με την παρατήρηση ότι μερικοί από τους ακροατές μπορεί να παραξενευτούν (ευχάριστα ή δυσάρεστα είναι άλλο ζήτημα) από το «αστικό» ύφος και θα διόρθωνα: όχι των τραγουδιών, αλλά των συγκεκριμένων ερμηνευτών, διότι αν εξαιρέσουμε ένα μόνο δίστιχο γραμμένο στην καθαρεύουσα, όλα τα άλλα τραγούδια είναι δημοτικά, ήτοι λαϊκά, εκ των οποίων τα περισσότερα απαντώνται σε παραλλαγές και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας.

Δεν γνωρίζω τι άκουσε το 1955 ο Σίμων Καράς και πώς ακριβώς εννοούσε τον όρο αστικό τραγούδι, ή ιδίωμα. Χρειαζόμαστε, πάντως, περισσότερη σαφήνεια (αλλά και αλήθεια) στις σχετικές διατυπώσεις. Το αστικό περιβάλλον (και τρόπος ζωής) ασφαλώς δημιούργησε τραγούδια με ιδιαίτερη μορφή, περιεχόμενο και ύφος, αλλά ας μην ξεχνούμε πως και στο άστυ, όπως και στα χωριά της υπαίθρου, ουδέποτε καταργήθηκαν οι κοινωνικές τάξεις. Ο υπόκοσμος ενδημεί στο άστυ, όπως και οι αρχές, η άρχουσα, η μεσαία και η λαϊκή τάξη. Ο χαρακτήρας και το «ύφος» της καθεμιάς (ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τη μουσική έκφραση) δεν εξομοιώνονται, ούτε χωρούν αδιακρίτως μέσα στην έννοια «αστικός».

Εδώ έχουμε δημοτικά (δηλαδή λαϊκά) τραγούδια που έχουν αποδοθεί (κυρίως από τις γυναικείες φωνές) με τρόπο και ύφος όχι λαϊκό, όχι δημοτικό. Ο τρόπος αυτός αναφέρεται στην ελαφρά ευρωπαϊκή μουσική. Το «άκουσμα» αγνοεί τον χαρακτήρα της παράδοσης, προφανώς λόγω της γενικότερης κουλτούρας των ερμηνευτών. Σ'αυτό ας προσθέσουμε και κάποιες ατυχείς στιγμές (τονικές αστάθειες και άλλες κακοφωνίες) π.χ. οι σόλο φωνές στα τραγούδια αρ. 6, 11, 15 βάζουν σε περιπέτειες τις θαυμάσιες αυτές μελωδίες. Αλλά συχνά και οι χορωδίες αμβλύνουν το ανάγλυφο και τους ιδιωματισμούς τους. Λείπουν επίσης σχόλια και παρατηρήσεις: π.χ. για τις ενδιαφέρουσες επωδούς και τα τσακίσματα, για τις μελωδικές συγγένειες κ.ά. Ωστόσο η έκδοση παραμένει σημαντική, τόσο για το σπάνιο υλικό, όσο και για τα ζητήματα που θέτει.