Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης βαδίζει μέσω του τραγουδιού στα μονοπάτια της τέχνης γυρεύοντας να μάθει όσα δεν ξέρει και όχι πουλώντας πονηρά, σε νέα συσκευασία κάθε φορά, τα κεκτημένα του. Η «Νεροποντή» είναι ο πρώτος «προσωπικός δίσκος» του που έκανε το μπαμ και εξέπληξε ευχάριστα μουσικό κόσμο. Από τότε παρέμενε καλλιτεχνικά και δημιουργικά παρών, κατά κανόνα μακριά από τη φασαριόζικη μεγάλη πλατεία του χωριού, την τηλεόραση. Μελετούσε, διάβαζε, πήγε ένα σύντομο μουσικό ταξιδάκι στην Αγία Πετρούπολη για τρεις μήνες το 2005, επέστρεψε, έγινε πατέρας δύο κοριτσιών. Έδωσε συναυλίες, έγραψε μουσική για θέατρο, «έτρεξε» και «τρέχει» δουλειές που θέλουν τον χρόνο τους για να ωριμάσουν, αδιαφορώντας για τα πλάνα των μάνατζερ και τα target group των διαφημιστών. Τώρα, από τις 20 Μαρτίου, στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο ξεκινά μια σειρά από εμφανίσεις μαζί με τον Σταύρο Λάντσια στα πλήκτρα, τον Γιώργο Καλούδη στο βιολοντσέλο και την κρητική λύρα και τον Μιχάλη Καπηλίδη στα τύμπανα.
Άκουγες τα τελευταία χρόνια να αναρωτιούνται για σένα: «Πού χάθηκε αυτό το παιδί;».
Συνέχεια, κι όσο περνούσε ο καιρός πιο έντονα. Αλλά ποτέ δεν το κατάλαβα, γιατί δεν χάθηκα εγώ μέσα μου. Ένιωθα όλο και πιο δημιουργικά. Τα τελευταία έξι χρόνια έκανα περισσότερα πράγματα από όλα τα προηγούμενα. Το αν «χάθηκα» με τα μέτρα των ΜΜΕ αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Μιλάμε για τα τηλεοπτικά μέτρα.
Ναι. Αλλά ποιος τα θέτει; Πότε «εξαφανίζεται» κάποιος;
Όταν δεν υπάρχει στην τηλεόραση, κι ας είναι κορυφαίος στο είδος του. Σαν τον συγγραφέα Δημήτρη Δημητριάδη ή σαν τους Θεσσαλονικιούς Blues Wire που παίζουν μπλουζ 25 χρόνια.
Εγώ δεν μπορώ να γίνω και επιχειρηματίας του εαυτού μου. Αν και, να σου πω την αλήθεια, θα το ήθελα, δεν το βλέπω σαν ντροπή. Αλλά είμαι πολύ ανοργάνωτος άνθρωπος, δεν καταφέρνω να πάρω ούτε μια αντιβίωση. Κρυολογώ και συχνά… Ξεκινάω, παίρνω το πρώτο χάπι κανονικά, το δεύτερο με δυο ώρες καθυστέρηση, το τρίτο το ξεχνάω και τελειώνει εκεί.
Γίνεσαι καλά τελικά. Μια χαρά σε βλέπω.
Ναι, αργότερα. Δεν συμπαθώ τα φάρμακα έτσι κι αλλιώς. Παίζεται ένα πολύ βρώμικο παιχνίδι τόσο με τις φαρμακευτικές εταιρείες όσο και με το κράτος και τα υποχρεωτικά εμβόλια.
Εσύ ανέλαβες άλλες υποχρεώσεις έναντι του εαυτού σου. Πήγες τρεις μήνες στην Αγία Πετρούπολη για σπουδές στην κλασική μουσική.
Το έχουνε μεγαλοποιήσει κάποιοι δημοσιογράφοι. Ήταν ένα πολύ μικρό διάστημα. Και γράψανε ότι μετακόμισα στη Ρωσία! Είναι θλιβερό για την πραγματικότητα τη δικιά μας στην Ελλάδα, κάτι τόσο ελάχιστο να φαίνεται μεγάλο.
Θα ήταν ακόμη καλύτερα γι’ αυτούς να ήθελες να βιώσεις τη σλάβικη ψυχή πέφτοντας πολύ χαμηλά, να σερνόσουν σαν τον Ρασκόλνικοφ στο «Έγκλημα και Τιμωρία».
Όχι, δεν δολοφόνησα κανέναν. Αλλά έμενα κοντά στο σπίτι του Ντοστογιέφσκι. Τώρα ετοιμάζομαι να ξαναπάω, τον Μάιο. Μελετάω, γράφω, διαβάζω συνέχεια.
Τι βρήκες εκεί;
Έναν πάρα πολύ καλό δάσκαλο.
Σπάνιο δώρο. Θες να μου μιλήσεις γι’ αυτόν;
Λέγεται Μπορίς Τίσενκο. Ήταν ένας από τους αγαπημένους μαθητές του Σοστακόβιτς, πήρε την έδρα του. Τώρα είναι εβδομηντάρης. Πολύ απλός άνθρωπος, με τεράστιο έργο και σε όγκο και σε σημασία. Ζει σε ένα σπίτι με δυο πιάνα και δυο άρπες, γιατί η γυναίκα του παίζει άρπα. Πηγαίνει εκεί μόνο για ύπνο. Από το πρωί μέχρι το βράδυ είναι στο κονσερβατόριο.
Δεν μπορώ να φανταστώ κανέναν Έλληνα τόσο ταγμένο στην τέχνη.
Στη φοιτητική εστία οι ρώσοι συμφοιτητές μου ζούσανε ανά τρία άτομα σε ένα δωματιάκι, με ένα πιάνο που το μοιράζονταν με ωράριο, τρία κρεβατάκια και μια ντουλάπα. Ρώτησα μια κοπέλα: «Πέντε χρόνια θα ζεις εδώ. Δεν θες κάποιον ιδιωτικό χώρο;». Μου απάντησε: «Μουσικός αποφάσισα να γίνω, άρα το πιθανότερο είναι ότι θα ζήσω φτωχικά. Είναι μια καλή προπόνηση για το μέλλον». Ε, εκεί γονατίζεις, γιατί είναι και σπουδαία παιδιά, με ταλέντο και αφοσίωση. Και μόνον τους συμφοιτητές να είχα γνωρίσει και να είχα ακούσει τη δουλειά τους θα ήταν για μένα ένα τεράστιο καλλιτεχνικό κέρδος.
Υπάρχει μια συμβουλή που σου έδωσε ο Τίσενκο και δεν την ξεχνάς;
Μια μέρα του πήγα κάτι που είχα γράψει. Δεν είχα βάλει στην παρτιτούρα το όνομά μου. Μου λέει: «Το έκανες από σεμνότητα;». Απάντησα: «Δεν ξέρω». Μου λέει: «Αυτό που έκανες είναι εγωισμός. Σεμνότητα είναι να βάλεις το όνομά σου, ώστε αν εσύ ξέρεις ότι είναι βλακεία, να το μάθουν όλοι ότι εσύ την έφτιαξες. Κι αν πιστεύεις ότι είναι καλό, τότε να έχεις τη σεμνότητα να δεχτείς τα συγχαρητήρια των άλλων». Αυτό μου έκανε εντύπωση, γιατί ζούμε σε μια χώρα που τη λέξη σεμνότητα την χρησιμοποιούν όλοι σαν καραμέλα.
Γυρνάει στη ρουλέτα της πολιτικής. Η κυβέρνηση επιμένει στο σύνθημα «σεμνά και ταπεινά» και διαψεύδεται κάθε δύο μήνες.
Και πολύ λες!
Θα μπορούσες να ζήσεις κάπου εκτός Ελλάδας;
Θα μπορούσα να ζήσω οπουδήποτε, αν είχα ένα δωμάτιο για να δουλεύω κι αν ήξερα ότι τα παιδιά μου μπορούν να δέχονται ωραία ερεθίσματα, να ανθίζουν σε ένα κοινωνικό περιβάλλον. Δεν έχω κόλλημα με την Ελλάδα. Την αγαπάω πολύ, αν και μισώ το κράτος της ολόψυχα. Ίσως θα προτιμούσα να μεγάλωναν αλλού τα παιδιά μου, με ελληνική παιδεία ικανή να τους τροφοδοτήσει για το μέλλον τους και για να μπορούμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας.
Και το ζήτημα της ας πούμε «ελληνικότητας»;
Αυτό είναι μια μεγάλη ιστορία. Νομίζω ότι το έχουμε παρακάνει κάπως με αυτό το άλυτο θέμα μέσα μας. Ιδίως από τη Γενιά του ’30 και μετά, στην προσπάθεια να αποκτηθεί με το ζόρι ελληνικότητα δημιουργήθηκαν καλλιτεχνικά εκτρώματα. Σε αντίθεση με λογοτέχνες, λ.χ., που το έργο τους ήταν ελληνικό χωρίς να χρησιμοποιούν την ελληνικότητα σαν ζάχαρη άχνη.
Ποιους έχεις υπόψη σου;
Τον Παπαδιαμάντη, τον Εμμανουήλ Ροΐδη, ακόμη και τον Καβάφη, έναν άνθρωπο που ζούσε εκτός Ελλάδας, γιατί, να μη γελιόμαστε, η Αλεξάνδρεια δεν ήταν Ελλάδα. Το να αγωνίζεσαι για να φτιάξεις κάτι που θα μοιάζει ελληνικό, μου θυμίζει τα σουβενίρ, τα τσολιαδάκια του Μοναστηρακίου.
Την έχουν πατήσει και κατά τεκμήριο σοβαροί άνθρωποι. Ο Σίμων Καράς έλεγε ότι τα αρβανίτικα τραγούδια είναι «λίγες δεκάδες».
Ενώ οι μισοί οπλαρχηγοί του 1821 ήταν Αρβανίτες. Είναι αδύνατον να οριοθετήσεις με απόλυτη σαφήνεια τι είναι ελληνικό στην τέχνη. Κάποιοι σου λένε: «Πρέπει να είσαι περήφανος για τον πολιτισμό σου, για την Ελλάδα». Και δεν ξέρεις γιατί πρέπει να είσαι περήφανος. Για την αρχαία ιστορία της, για τη σημερινή της κατάσταση, για σένα τον ίδιο, για τους υπόλοιπους που βρίσκονται γύρω σου, για τους Αρβανίτες που θεωρούμε Έλληνες, ενώ τους μετανάστες από την Αλβανία δεν τους θεωρούμε; Η αυτονόητη περηφάνια για την πατρίδα σου είναι το πρώτο βήμα για τον ρατσισμό.
Εσύ όταν έκανες μία πολυετή επιτόπια έρευνα για τα παραδοσιακά τραγούδια της Κύπρου, μαζί με τον Μιλτιάδη Παπαστάμου, τι αναζητούσες;
Μια τεράστια ομορφιά. Αισθητικά το προσέγγισα, όχι λαογραφικά. Είναι κατάντια να αναζητάς την ελληνικότητα στην παραδοσιακή μουσική ενός τόπου. Σημαίνει ότι μάλλον δεν υπάρχει και ψάχνεις με τον μεγεθυντικό φακό.
Ή κάτι πιο ύποπτο, ότι θες να την κατασκευάσεις. Κατεβαίνεις στην Κύπρο;
Ναι, δυο με τρεις φορές τον χρόνο.
Πέρασες στα Κατεχόμενα μετά το άνοιγμα της Πράσινης Γραμμής;
Με πήρε ο κουμπάρος μου και με πήγε στο χωριό του από το οποίο έφυγε 13 χρονών. Μου έδειξε το σπίτι του, για το οποίο μου μιλούσε μια ζωή. Είναι πολύ δυνατή εμπειρία. Περίεργο, αισθάνεσαι κάτι μεταξύ προσκυνητή και τουρίστα. Κόμπος που δεν λύνεται εύκολα, ώστε να καταλάβεις τι ακριβώς αισθάνεσαι. Ειδικά όταν δεν πηγαίνεις να δεις το δικό σου σπίτι και όταν η περιέργεια δεν σε αφήνει να συγκεντρωθείς στο προσκύνημα, αλλά σε κάνει να γυρνάς τα μάτια από δω κι από κει, να δεις πώς έχουν φτιάξει το ένα και πώς το άλλο.
Που πάει τώρα αυτή η ιστορία;
Προχωράει πότε υπόγεια, πότε φαντασμαγορικά. Δεν είμαι ούτε αισιόδοξος ούτε απαισιόδοξος. Είναι βαλτωμένο το πράγμα από την αρχή και βοήθησαν στο να βαλτώσει και οι ελληνικές και οι κυπριακές κυβερνήσεις. Δεν είναι απλά βλακεία, η λέξη προδοσία δεν μου αρέσει, αλλά είναι σίγουρα μια αδικία απέναντι στο συναίσθημα πολλών ανθρώπων.
Υπάρχουν μουσικές στα Κατεχόμενα;
Υπάρχουν τουρκοκύπριοι μουσικοί που όπως κι εμείς προσπαθούν να γίνουν καλύτεροι. Γνώρισα ένα παιδί που παίζει βιόλα, κλασικός μουσικός, μελετάει πολύ. Πρέπει να φύγει στο εξωτερικό, είναι δύσκολα τα πράγματα, περίεργο κράτος, στρατοκρατούμενη κατάσταση. Η Τουρκία είναι μια χώρα που δυσκολεύει τις ζωές των ανθρώπων, και γύρω της και μέσα της. Είναι κρίμα να το βλέπεις αυτό και στην Ελλάδα, όποτε συμβαίνει. Χωρίς βέβαια να συγκρίνω τις δύο χώρες – θα ήταν πολύ άδικο για την Ελλάδα.
Είσαι άνθρωπος βίαιος;
Καθόλου, δεν σκοτώνω ούτε τα κουνούπια. Ακόμη και τον Χίτλερ να είχα μπροστά μου θα ήμουνα ευγενικός και θα περίμενα να περάσει η ώρα για να φύγω. Δεν το λέω σαν προσόν, είναι θέμα χαρακτήρα.
Διάβασα κάποιες δηλώσεις σου όπου εξήρες τη νεανική εξέγερση του περασμένου Δεκέμβρη, την πολιτική βία.
Λέω απλώς ότι μου γέννησε μεγάλη ελπίδα, ότι επιτέλους κάτι κουνήθηκε, γιατί βγήκαν οι άνθρωποι από τα σπίτια τους και δεν κατευθύνθηκαν σαν ζώα από τα κόμματα, γιατί ανατράπηκε επιτέλους η καθημερινότητά μας. Είναι πολύ άρρωστη η κατάσταση του κράτους και της κοινωνίας μας. Όλοι βγαίνουν και το λένε χαριτωμένα, κανείς δεν θέλει να ταράξουμε τους κύκλους. Μου έδωσε ελπίδα το ότι νέα παιδιά έζησαν αυτή την εμπειρία.
Ασφαλώς. Από την άλλη, όμως, δεν είναι ανατριχιαστικό το ότι κυκλοφορούν αδέσποτα κάποια καλάσνικοφ;
Εντάξει, ανατριχιαστικό είναι. Αλλά ανατριχιαστικός είναι και ο τρόπος που έχει χτιστεί αυτό το κράτος από την ίδρυσή του και μεταπολεμικά. Κάποιοι άνθρωποι έμειναν έξω από τη δημιουργία του μπάχαλου στο οποίο ζούμε, άρα θεωρούν τους εαυτούς τους ανεύθυνους. Είναι σαφές ότι οι απόγονοί τους θα αντιδράσουν με διάφορους τρόπους. Ένας είναι και τα αδέσποτα καλάσνικοφ που λες. Ένας λογικός πολιτικός θα έπρεπε να τα περιμένει, έχοντας συμπεριφερθεί έτσι όλα αυτά τα χρόνια. Είναι ανησυχητικό φαινόμενο, αλλά κατά τη γνώμη μου δυστυχώς αναμενόμενο.