Είναι από τις σχετικά πρόσφατες αφίξεις στον χώρο του θεάματος. Απόφοιτος του ΚΘΒΕ, με συνεπή παρουσία στο σινεμά, το θέατρο και την τηλεόραση, η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου έχει πάρει τη θέση της ανάμεσα στους ταλαντούχους ηθοποιούς της νεότερης γενιάς. Είναι νέα, πανέμορφη, με μεγάλα λαμπερά μάτια, αλαβάστρινη επιδερμίδα, ταλαντούχα, μητέρα δύο παιδιών, σκεπτόμενη και ισορροπημένη. Από πού πηγάζει η πολυπόθητη ισορροπία; Μάλλον από μια χαλαρή σχέση που καταφέρνει να διατηρεί με το επάγγελμά της. Φέτος πάντως είναι η χρονιά της. Πρωταγωνίστησε στη μεγάλη εισπρακτική επιτυχία της σεζόν, την κωμωδία «Bank Bang» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου, όπου υποδύθηκε μια μυστική πράκτορα στα πρόθυρα της νεύρωσης. Είναι από τους τυχερούς ηθοποιούς, που συγκαταλέγονται στο ελληνικό καστ της νέας ταινίας του Κώστα Γαβρά, «Παράδεισος στη Δύση». Στα τηλεοπτικά «Ματωμένα χώματα» του Κώστα Κουτσομύτη είναι η Σμυρνιά τραγουδίστρια Αγγέλα.
Πως ήταν η συνεργασία σας με τον Κώστα Γαβρά;
Είναι φοβερή τύχη και μεγάλη εμπειρία να συναντήσεις, καταρχήν, έναν τέτοιο άνθρωπο και, σε δεύτερο επίπεδο, έναν τόσο σπουδαίο σκηνοθέτη. Δουλεύει με την ενέργεια ενός εικοσάχρονου. Στα γυρίσματα ήταν αυτός ο οποίος μας κινητοποιούσε και μας έδινε την ορμή που χρειαζόμασταν κι όχι το αντίθετο, όπως θα περίμενε κανείς. Ο χαρακτήρας του κύριου Γαβρά είναι καταπληκτικός. Γιατί ενώ έκανε τέτοια καριέρα παραμένει ο πιο ευγενής και απλός άνθρωπος που έχω γνωρίσει.
Η ευγένεια δεν είναι ίδιον των σκηνοθετών. Η εντύπωση που έχουμε για αυτούς είναι ότι χαρακτηρίζονται από ιδιοτροπίες.
Όσο κλισέ κι αν ακούγεται έχει μια δόση αλήθειας αυτή η άποψη. Έχει ελαφρυντικά όμως ένας άνθρωπος ο οποίος βρίσκεται σε ρόλο ενορχηστρωτή και πρέπει να τα βγάλει πέρα σε καταστάσεις έντασης. Ο κύριος Γαβράς βέβαια είναι από τις περιπτώσεις σκηνοθετών που καταφέρνουν να έχουν το αποτέλεσμα και την ποιότητα που επιθυμεί από τους συνεργάτες του χωρίς να τους τσιτώνει. Λειτουργεί θετικά και εξισορροπητικά η ευγένειά του.
Γιατί αναφέρεστε στον πληθυντικό και λέτε «ο κύριος Γαβράς»;
Είναι χαρακτηριστικό μου να μιλάω περισσότερο τυπικά απ’ ό,τι ίσως θα έπρεπε σε ανθρώπους που σέβομαι. Είχε πλάκα γιατί στα γυρίσματα όλοι οι έλληνες ηθοποιοί τον φωνάζαμε «κύριο Γαβρά», ενώ οι ξένοι σκέτο Κώστα. Και αυτός μας ζητούσε συνεχώς να του μιλάμε στον ενικό.
Είδαμε τελευταία πολλές ταινίες για τη μετανάστευση. Τελικά αυτό το θέμα χρειάζεται μια πιο μοντέρνα προσέγγιση, όπως του Γαβρά;
Έχουμε συνηθίσει έναν συγκεκριμένο τρόπο αφήγησης σε ταινίες με θέματα τους μετανάστες. Εδώ ο τρόπος είναι διαφορετικός. Ο σκηνοθέτης επέλεξε χωρίς κανένα φόβο να αφηγηθεί την ιστορία του με έναν πιο ελαφρύ τρόπο σε σχέση με τις παραδοσιακές προσεγγίσεις. Σε μια συνέντευξή του χρησιμοποίησε μια φράση που είπε ο Σοτιγκί Κουαγιατέ στο Φεστιβάλ Βερολίνου και ήταν η εξής: «Το σοβαρό δεν είναι εναντίον του αστείου και το αστείο δεν είναι εναντίον του σοβαρού». Η ταινία του είναι κάτι μεταξύ ιταλικού ρεαλισμού και Ζακ Τατί. «Ο Παράδεισος στη Δύση» ξεπερνά τη γεωγραφική μετανάστευση και την περιπετειώδη διαδρομή του πρωταγωνιστή από τόπο σε τόπο. Το μεγαλειώδες της ταινίας είναι η προσωπική εσωτερική Οδύσσεια του ήρωα.
Είμαστε μια χώρα με πολλούς μετανάστες. Πιστεύετε ότι παραμένουμε ρατσιστές και φοβικοί απέναντι στους ξένους;
Αν και θέλουμε να δείχνουμε ότι τους αγκαλιάζουμε, στην πραγματικότητα το πρώτο πράγμα που σκεφτόμαστε είναι να μείνουν μακριά από εμάς και ό,τι μας αφορά: το αυτοκίνητο, το σπίτι, τη γειτονιά, τα παιδιά μας. Παρ’ όλο που ως λαός έχουμε νιώσει στο πετσί μας τι σημαίνει μετανάστευση για μια καλύτερη ζωή.
Έχετε κάποιες στιγμές δυσανασχετήσει με τους μετανάστες;
Δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι σκληρή μαζί τους. Και ούτε με ενόχλησαν ποτέ. Θεωρώ ότι αντιδρούν ανάλογα με τη συμπεριφορά που τους δείχνει κάποιος. Αυτός είναι ο νόμος της φύσης. Εμείς φταίμε που δεν αφομοιώνονται. Βέβαια είναι δύσκολο για μια οικονομία σαν τη δική μας να σηκώσει το βάρος ενός μεγάλου μεταναστευτικού κύματος. Μιλάω όμως για ανθρώπινη συμπεριφορά. Να είμαστε τουλάχιστον ανθρώπινοι με αυτούς που το χρειάζονται.
Για μετανάστες όπως ο Ηλίας της ταινίας, ο Παράδεισος είναι η Δύση. Για τους Δυτικούς ποιος είναι;
Η επιστροφή στις ανθρώπινες σχέσεις. Όσο δύσκολο κι αν ακούγεται, για μένα είναι η μόνη λύση.
Πως πιστεύετε ότι θα αντιδρούσε βλέποντας την ταινία ένας μετανάστης;
Δεν μπορώ να μιλήσω υποθετικά. Γνωρίζω όμως πώς βίωσα εγώ τη μετανάστευση. Γεννήθηκα στο Ουζμπεκιστάν, στην Τασκένδη, όπου κατέφυγαν οι παππούδες μου ως πολιτικοί πρόσφυγες. Γυρίσαμε στη Θεσσαλονίκη όταν ήμουν επτά ετών. Το ταξίδι της επιστροφής ήταν πολύ μεγάλο, απ’ όλες τις απόψεις. Ταξιδεύαμε πολλές μέρες μέσα στο τρένο. Παράλληλα όμως έχω κάνει και μια εσωτερική διαδρομή.
Η οικογένειά σας έζησε μια άλλου τύπου μετανάστευση, πολιτική. Τι σημαίνει αυτό για εσάς σήμερα;
Θυμάμαι ότι στην Τασκένδη μας αποκαλούσαν Έλληνες, ενώ όταν πρωτοήρθαμε στην Ελλάδα μας φώναζαν «τα Ρωσάκια». Αυτό που κουβαλάω μέσα μου είναι μια βαθιά περηφάνια που έχω γεννηθεί στην πρώην Σοβιετική Ένωση και μια μεγάλη χαρά που μεγάλωσα στην Ελλάδα.
Οι προηγούμενες γενιές πίστεψαν σε πολιτικές ιδεολογίες και αγωνίστηκαν για έναν καλύτερο κόσμο. Οι σημερινές σε τι έχουν να πιστέψουν;
Είμαι πεπεισμένη ότι οι νέοι θα κάνουν την έκπληξη. Δεν ξέρω με ποιον τρόπο, αλλά θα είναι σίγουρα αντισυμβατικός σε σχέση με το πώς αντιμετωπίζουμε εμείς τη ζωή. Όχι βέβαια ότι θα γίνει εύκολα. Αλλά θα συμβεί. Το νιώθω στη συμπεριφορά τους.
Πιστεύετε ότι ήταν υγιής η αντίδραση των νέων τον Δεκέμβρη;
Δεν θα την περιόριζα μόνο στους νέους. Γιατί μπορεί αυτή η κινητοποίηση να αποδόθηκε σε ένα μόνο target group, αλλά τελικά αφορούσε κι άλλες μερίδες πολιτών. Ήταν η αντίδραση μιας μάζας ανθρώπων, οι οποίοι απλά δεν άντεχαν άλλο και ήθελαν να το δηλώσουν. Αφορμή ήταν ο θάνατος του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Ήταν υγιής αντίδραση στην ουσία της. Δεν ξέρω πώς θα συνεχιστεί.
Η τέχνη είναι πολυτέλεια σε περιόδους κρίσης;
Σε καμία περίπτωση, γιατί πρόκειται για έκφραση. Πολυτέλεια είναι όταν κοστολογούνται τα έργα τέχνης. Όσον αφορά τους ανθρώπους της τέχνης, θεωρώ ότι πρέπει να παίρνουν θέση σε ό,τι συμβαίνει στην κοινωνία. Το ίδιο πρέπει να κάνουν οι πολιτικοί, οι επιστήμονες, οι ιστορικοί κ.ά. Με αυτή την έννοια η τέχνη έχει κοινωνική δύναμη. Ήμουν στην κατάληψη της Λυρικής την ημέρα που μίλησαν τέσσερις γυναίκες καθαρίστριες, συνάδελφοι της Κούνεβα. Αυτή η εμπειρία θα μου μείνει αξέχαστη. Ήμασταν εκεί περίπου 700 άτομα. Αυτές οι γυναίκες ξυπνούν κάθε μέρα στις 4 το πρωί για να πάνε στη δουλειά τους και ζούνε κάτω από σκληρές συνθήκες. Η στάση ζωής τους και η καθαρότητα του λόγου τους είναι εντυπωσιακή. Μίλησαν με απλότητα, ειλικρίνεια και ποίηση. Ε, λοιπόν, για μένα αυτή η εμπειρία ήταν έργο τέχνης.
Επομένως η πραγματική τέχνη βρίσκεται έξω από τα θέατρα και τις γκαλερί;
Ακριβώς. Συνεπώς, δεν είναι πολυτέλεια αλλά καθημερινότητα.
Με όλα αυτά που συμβαίνουν, από την οικονομική κρίση και την οικολογική καταστροφή μέχρι τους πολέμους, σκέφτεστε ως μητέρα «σε τι κόσμο έφερα τα παιδιά μου»;
Είμαι αισιόδοξη. Έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στη δύναμη κάθε νέου πλάσματος που έρχεται σε αυτόν τον κόσμο. Υπήρχαν όμως στιγμές που πέρναγε από το μυαλό μου. Όταν έπεσαν οι Δίδυμοι Πύργοι είχα μόλις γεννήσει την πρώτη μου κόρη. Είχα τρομοκρατηθεί με την επανάληψη αυτής της εικόνας. Από τότε αποφάσισα ότι δεν θα ξαναδώ τηλεόραση. Το έχω τηρήσει. Γιατί αυτή είναι η χειρότερη μορφή τρομοκρατίας. Και το αποτέλεσμα είναι ότι φοβάσαι να αντιμετωπίσεις αυτά που είναι πραγματικά έξω. Αν με ρωτάτε τι είναι έξω, θα σας απαντήσω: οι άνθρωποι, η βία…
Είστε από αυτούς που πιστεύουν ότι η εκλογή Ομπάμα ανοίγει ένα ελπιδοφόρο κεφάλαιο για την Αμερική και τελικά για τον κόσμο;
Πιστεύω ότι ο Ομπάμα ήταν κίνηση ματ για την Αμερική. Ακόμα κι αν δεν δούμε να υλοποιούνται όλα αυτά που περιμένουμε και μόνο που ενέπνευσε την ελπίδα για όλον τον πλανήτη είναι μεγάλη υπόθεση.
Στο «Bank Bang» υποδύεστε μια γυναίκα που μεγαλώνει μόνη το παιδί της και φοβάται να ερωτευτεί. Αυτό πιστεύετε ότι είναι το μοντέλο της σύγχρονης γυναίκας;
Εντελώς. Η ηρωίδα είναι μια γυναίκα που έβαλε την καριέρα της πάνω από το παιδί της, το οποίο αμέλησε πολλά χρόνια, και φοβάται να εμπιστευτεί οποιονδήποτε άνθρωπο, ακόμα περισσότερο αυτόν που έχει ερωτευτεί και δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί τα συναισθήματά της. Σήμερα βλέπουμε πολλές τέτοιες γυναίκες γύρω μας.
Από ό,τι ξέρω, γίνατε ηθοποιός… από σπόντα;
Κάπως έτσι είναι. Δεν έλεγα ποτέ ότι θέλω να γίνω ηθοποιός. Ήθελα να σπουδάσω ψυχολογία. Ήμουν σε ένα θεατρικό εργαστήρι βέβαια, αλλά το έβλεπα ως χόμπι. Η δασκάλα μου, Ρίτα Πουταχίδου, επέμενε να το πάρω πιο σοβαρά. Κάποια στιγμή, μια φίλη μου θα πήγαινε να δώσει εξετάσεις στο ΚΘΒΕ. Μου λέει: «Δεν δίνεις και εσύ για παρέα;». Το έκανα και έγινα δεκτή.
Η ψυχολογία και η υποκριτική συναντιούνται σε κάποια σημεία; Μια πλευρά της τέχνης είναι να γιατρεύει την ψυχή.
Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ. Αλλά η διαδικασία της μελέτης ενός καινούργιου ρόλου, όπου αναζητάς συμπεριφορές και κώδικες, μοιάζει ίσως με τη διαδικασία της ψυχανάλυσης. Μια ερώτηση που μας κάνουν πολύ συχνά είναι αν το θέατρο λειτουργεί ως ψυχανάλυση για έναν ηθοποιό. Δεν είμαι καθόλου αυτής της λογικής. Όταν αυτό ισχύει, αντιμετωπίζεις δηλαδή την υποκριτική ως αυτοψυχανάλυση, είναι νεύρωση.
Το γεγονός ότι δεν θέλατε πάση θυσία να γίνετε ηθοποιός, αλλά προέκυψε, σας επιτρέπει να έχετε μια αποστασιοποίηση και μια ίσως πιο χαλαρή σχέση με τη δουλειά σας;
Μπορεί να ακουστεί αλαζονικό αυτό που θα σας πω και για να είμαι ειλικρινής ντρέπομαι που το λέω, αλλά επειδή ακριβώς δεν ήταν το όνειρό μου να γίνω ηθοποιός δεν έχω κανένα άγχος σε σχέση με το επάγγελμά μου. Δεν έχω θέσει κάποιον συγκεκριμένο στόχο. Αντιμετωπίζω τη δουλειά μου με απόλυτη σοβαρότητα, αλλά δεν έχω άγχος για το τι μέλλει γενέσθαι. Αυτό είναι πολυτέλεια.
Έχετε πει στο παρελθόν ότι το θέατρο είναι το πιο εξτρίμ σπορ. Εξακολουθείτε να το πιστεύετε;
Είναι πολλά τα εξτρίμ σπορ. Κάποιος μπορεί να κάνει banging jumping, snowboard, αναρρίχηση χωρίς σκοινί, παραπέντε. Όλα ανεβάζουν την αδρεναλίνη. Το πιο εξτρίμ σπορ όμως είναι να ζεις στην Αθήνα. Από τη στιγμή που θα βγεις από την πόρτα του σπιτιού σου περπατάς στα άκρα.
(Η συνέντευξη διεξήχθη 5.3.2009)