Το όνομα του είναι ίσως το μόνο στον ελληνικό κινηματογράφο όπου συναντώνται τόσο οι «ποιοτικοί» όσο και «εμπορικοί». Οι ταινίες του είναι οι μόνες που και οι κριτικοί τις παίρνουν στα σοβαρά και το κοινό τις τιμά με την παρουσία του. Αν του επισημάνετε το γεγονός, πιθανότατα θα απαντήσει πως προφανώς κάνει κάτι πολύ λάθος, αλλά στην πραγματικότητα εδώ και 25 χρόνια, από τότε που έκανε την πρώτη του ταινία επί ελληνικού εδάφους, κάνει σχεδόν πάντα το σωστό. Από το «Άρπα κόλλα» μέχρι την «Ψυχραιμία» (που βγαίνει σήμερα στις αίθουσες), μέσα από τις ταινίες του Περάκη η ελληνική κοινωνία βρίσκει τον καθρέφτη που της αξίζει, έναν καθρέφτη που απαντά με χιούμορ, που τσακίζει κόκαλα στην ερώτηση: «Ποια είναι η ομορφότερη;».
Σάββατο μεσημέρι, στις αποθήκες του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Δίχως άγχος, μια και η καινούργια του ταινία δεν διαγωνιζόταν, αλλά με χιούμορ όπως πάντα… ψύχραιμο.
Ας ξεκινήσουμε βγάζοντας τον ελέφαντα από το δωμάτιο. Είστε ικανοποιημένος από την ερμηνεία της Τζούλιας Αλεξανδράτου στην ταινία;
Ο ελέφαντας βγαίνει εύκολα, γιατί σε αυτή την ερώτηση συνήθισα να απαντώ και στον ύπνο μου, αλλά σε σας θα προσπαθήσω να δώσω μια πιο εμπεριστατωμένη απάντηση, στην οποία θα μπορώ να παραπέμπω και περίεργους συναδέλφους σας. Είμαι απόλυτα ικανοποιημένος όχι μόνο από την αυτοσαρκαστική ερμηνεία της στο βιντεοκλίπ, αλλά και από τη σπαρακτική σκηνή πένθους, όταν πληροφορείται τον θάνατο του μεγαλοεπιχειρηματία εραστή της.
Τι σας έκανε να τη χρίσετε πρωταγωνίστρια;
Εκ των υστέρων λυπάμαι που ο ρόλος της δεν ήταν πρωταγωνιστικός. Αλλά όταν έγραφα τον χαρακτήρα σκεφτόμουν: «Άντε τώρα να βρεις ηθοποιό να τραγουδήσει αυτό το κιτς και να παίξει και τις υπόλοιπες σκηνές με την ίδια φυσικότητα». Γι’ αυτό στο γράψιμο περιόρισα αρκετά τον ρόλο, για να μη βάλω κι άλλους μπελάδες στο κεφάλι μου.
Το τραγούδι της στην ταινία δηλώνει ευθαρσώς πως «στόχος είναι τα λεφτά». Πιστεύετε στ’ αλήθεια πως υπήρχαν περίοδοι που δεν ήταν τα λεφτά ο στόχος;
Φαίνεται ότι διανύουμε μια μεταρομαντική περίοδο, γιατί το τραγούδι έχει εξαγριώσει όσους μπλόγκερ του YouTube το έχουν πάρει στα σοβαρά. Και φαίνεται ότι τα φαν κλαμπ των τραγουδιστών παίρνουν τα ινδάλματά τους πάντα στα σοβαρά, ακόμα κι όταν τραγουδάνε «Καλύτερα με πίθηκο παρά με άνδρα ανήθικο». Εγώ μεγάλωσα με τραγούδια - ύμνους στη φτώχεια και τη μιζέρια, του τύπου: «Καμαρούλα μια σταλιά» ή το «Φτωχολογιά για σένα κάθε μου τραγούδι». Μπορείτε να φανταστείτε πόσο υποφέρω, όταν ακούω την Τζούλια να τραγουδά: «Τι ωραία πισίνα που έχεις, το pH της να προσέχεις».
Υπάρχουν στιγμές που μετανιώνετε γιατί αποφασίσατε να γυρίσετε στην Ελλάδα και να κάνετε σινεμά; Ή για να ζήσετε;
Όχι, ούτε μια στιγμή. Αν είχα μείνει στη Γερμανία θα γύριζα ίσως ταινίες με πιο μεγάλο μπάτζετ, που θα βλέπαμε στην συνέχεια στο Ινστιτούτο Γκαίτε ή σε κανένα αφιέρωμα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης «Έλληνες του κόσμου». Κάνω βέβαια ένα λάθος που βλέπω τα πράγματα ελλαδοκεντρικά, αλλά τι να κάνω που εδώ μεγάλωσα κι εδώ έφαγα τις πρώτες φάπες και σ’ αυτούς που μου τις έριξαν έπρεπε να απαντήσω; Αλλά και η ζωή έχει περισσότερο σασπένς και η αγωνία χρειάζεται στον δημιουργό. Όταν ξεκινάς το πρωί και δεν ξέρεις αν θα γυρίσεις το βράδυ, αν θα βουλιάξεις σε καμιά καθίζηση οδοστρώματος ή θα εγκλωβιστείς σε κανένα φλεγόμενο λεωφορείο. Κι αυτά μπορεί να συμβούν σε κάθε καλό και ευκατάστατο πολίτη, γιατί κι αυτός μπορεί να καρφωθεί σε ιστό διαφήμισης κατεβαίνοντας την Κηφισίας. Φανταστείτε να κάθεστε και σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά, όπως στου Ψυρρή – ξέρετε, τη γειτονιά μεταξύ Δημαρχείου και πλατείας Κουμουνδούρου, όπου η αστυνομία και οι ταξιτζήδες δεν μπαίνουν μετά τη δύση του ηλίου, με δικό της ΟΚΑΝΑ και βαποράκια, ασιατικές αγορές κατάχαμα, ανήλικες –ευτυχώς πανέμορφες μαύρες– πόρνες, μουσικές στα 99 ντεσιμπέλ, δηλαδή πάνω από τα όρια του πόνου, απροσπέλαστους δρόμους και πεζοδρόμια από άδεια κινέζικα χαρτόκουτα... Να συνεχίσω;
Αρκετά, με πείσατε. Από την εποχή του «Άρπα κόλλα» μέχρι σήμερα θα λέγατε πως υπάρχουν πράγματα που έχουν αλλάξει προς το καλύτερο στην Ελλάδα;
Σίγουρα. Αλλά άλλα τόσα προς το χειρότερο. Καμιά φορά έχω την εντύπωση ότι κάνουμε ένα βήμα μπρος και δύο πίσω. Μας τρομάζουν οι συνέπειες μιας τολμηρής πράξης. Εγώ, ας πούμε, ετοιμάζομαι να χαράξω με ένα κλειδί τα πλευρά ενός μαύρου τζιπ που παρκάρει στο πεζοδρόμιο με βροχή και με αναγκάζει να κατέβω στον δρόμο που έχει γίνει χείμαρρος, αλλά την τελευταία στιγμή κωλώνω γιατί σκέφτομαι τον μαλάκα που θα τσαντιστεί και μπορεί να δείρει και τη γυναίκα του η οποία του λέει «γιατί πάρκαρες πάνω στο πεζοδρόμιο;». Θα μου πείτε, φταίει και η κοπέλα που πήρε τον πρώτο ηλίθιο με τζιπ που βρήκε, γιατί τώρα κυκλοφορούν και με Χάμερ, που διαθέτουν και μεγαλύτερες επιφάνειες για αυτοδικία. Βλέπετε ποια είναι η κακή πλευρά της ευμάρειας που μας χάρισαν οι κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών. Το κατά κεφαλήν εισόδημα πήγε όλο στα τζιπ και χρωστάμε ακόμη 29 δόσεις.
Βλέποντας τις ταινίες σας, αλλά και από τα λεγόμενά σας, θα πίστευε κανείς πως δεν έχετε σε ιδιαίτερη εκτίμηση τους Νεοέλληνες. Αληθεύει;
Το αντίθετο. Ψάχνω μανιωδώς τα αρνητικά για να αναδείξω τα θετικά. Και στα αρνητικά ακόμη ψάχνω τους βαθύτερους λόγους του προβλήματος. Συνήθως φθάνω στην τουρκοκρατία. Καμιά φορά και στην άρνηση του δωδεκάθεου και την επικράτηση του χριστιανισμού. Δεν σας προβλημάτισε ποτέ το γεγονός ότι οι πρόγονοί μας ειδωλολάτρες δημιούργησαν μερικά από τα μεγαλύτερα έργα τέχνης και διανόησης, ενώ ο πρώτος ορθόδοξος εμφανίζεται 1.500 χρόνια μετά, και μάλιστα για να δημιουργήσει εγκαταλείπει την πατρίδα του την Κρήτη, και τη βυζαντινή τεχνοτροπία της κρητικής σχολής; Και ο λόγος που οι φραγκοπαπάδες και αυλοκόλακες του κόλλησαν το ρατσιστικό παρατσούκλι «Ο Έλληνας», ήταν επειδή δεν μπορούσαν να πουν το Θεοτοκόπουλος και δεν ήξεραν ότι η Κρήτη δεν είναι Ελλάδα. Βλέπετε πως εκδικείται η ιστορία τη μεγαλομανία και τον επεκτατισμό μας, που θέλαμε να κάνουμε την Κρήτη σώνει και καλά Ελλάδα και τώρα πέφτουν ξαφνικά οι πολιτικοί μας από τα σύννεφα, γιατί νόμιζαν ότι στην Κρήτη φυτρώνουν μόνο αγγούρια.
Η ματιά σας στην καθημερινότητα είναι ιδιαίτερα κριτική, ωστόσο κινείστε κι εσείς στους χώρους που σχολιάζετε μέσα από τις ταινίες σας. Στις πρεμιέρες τους, για παράδειγμα, υποθέτω πως θα συναντάτε πολλούς από τους τύπους των ανθρώπων που σχολιάζετε στο φιλμ σας. Θα λέγατε πως θίγονται από την κριτική σας;
Συνήθως δεν έρχονται καν, γιατί μυρίζονται το ψητό. Ο μόνος που αποδέχτηκε την πρόσκλησή μου στην πρώτη «Λούφα» ήταν ο συνταγματάρχης και διευθυντής της Τηλεόρασης Ενόπλων Δυνάμεων, ο οποίος όμως ήταν βασιλικός κι εκδιώχτηκε μετά την 21η, Θεός σχωρέσ’ τον. Για να δούμε τι θα γίνει στην πρεμιέρα της «Ψυχραιμίας», όπου έχω καλέσει πάλι τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και όλους τους αρχηγούς των κομμάτων, τώρα που ξεκαθάρισαν τα πράγματα και ξέρουμε ποιος είναι.
Στην «Ψυχραιμία» επικεντρώνεστε στη νεότερη γενιά, στα παιδιά των «υπευθύνων» για τα χάλια –ας το παραδεχθούμε– της ελληνικής πραγματικότητας. Νομίζετε πως είναι κι αυτά θύματα ή απλά εκπαιδεύονται για να επαναλάβουν τα λάθη των γονιών τους;
Τα συγκεκριμένα παιδιά είναι μόνο θύματα, γιατί προσπαθούν να ξεφύγουν από τη γονική καταπίεση, ακόμη και στις εκπαιδευτικές επιλογές τους. Ο γιος του «νονού», π.χ., πήγε στην σχολή της αστυνομίας και μπήκε στο Σώμα. Μην κάνετε τώρα πονηρές σκέψεις· γιατί τον έδιωξαν και από τα ΜΑΤ, επειδή πλάκωσε την κόρη ενός βουλευτή, και τον αποκλήρωσε και ο πατέρας του για τη στουρνοσύνη του. Γενικά, στα παιδιά της ηλικίας των χαρακτήρων μου, έχω παρατηρήσει μια αγωνία και δίψα για γνώση. Ο γιος του μεγαλοεπιχειρηματία έχει πάει στο Λος Άντζελες για να μάθει κινηματογράφο, αφού προφανώς δεν μπήκε στη Σχολή Κινηματογράφου του Βενιζέλου – του Αριστοτέλειου εννοώ... lapsus linguae. H Αρετή, η τραγουδιάρα, που παίζει η Τζούλια, κατάφερε να μπει στο Ποιμαντικό της Θεολογικής και θα το είχε τελειώσει αν δεν είχε υποκύψει στις σειρήνες του ριάλιτι. Προφανώς δεν πρόσεχε στο μάθημα. Η Ρίτσα, κόρη εφοριακού σε διαθεσιμότητα, είναι κλασικό παράδειγμα εργαζόμενης φοιτήτριας, που δουλεύει τα καλοκαίρια στα μπαρ της Ρόδου για να τελειώσει Βιβλιοθηκονομία. Ο μόνος που δεν σπούδασε είναι ο Κρητικός, ο οποίος έμαθε τη δουλειά του πατέρα του και κινδυνεύει να μείνει άνεργος και ακτήμων, γιατί ο πατέρας του πρόλαβε και έκαψε την οικογενειακή χασισοφυτεία πριν τον συλλάβει η αστυνομία...
Πιστεύετε στα αλήθεια πως μαθαίνουμε από τα λάθη μας;
Εγώ όχι. Δεν θα ήθελα όμως να μιλήσω για τους άλλους.
Εσείς ως πατέρας ποιο νιώθετε πως είναι το –συγχωρήστε μου την πομπώδη λέξη– «καθήκον» απέναντι στον γιο σας;
Μια χαρά είναι το καθήκον. Τώρα τελευταία ακούω πολύ πομπωδέστερα κι ανατριχιάζω. Ίσως άκουσα πολλές ομιλίες αρχηγών... Τι λέγαμε; Α! ναι, για τον γιο μου. Το μόνο που με απασχολεί –όντας συνεπής στα κολλήματα της γενιάς μου και στα μικροαστικά μου κατάλοιπα– είναι η μόρφωσή του, αλλά προσπαθώ να μην τον καταπιέζω, γι’ αυτό κάνει μόνο αγγλικά, πιάνο και μπάσκετ. Γαλλικά τους κάνουν στο σχολείο. Κόψαμε το ποδόσφαιρο γιατί το έβλεπε πολύ επαγγελματικά και τον πήρα βοηθό καντίνας στην ταινία, για να εξοικειωθεί λίγο με το επάγγελμα του πατέρα του, γιατί εξακολουθεί να νομίζει ότι το γύρισμα είναι χαβαλές με ξανθιές γκόμενες, γκρουπάκια και μπιτσβολεϊμπολίστριες... Μόνο στον ορεινό Μυλοπόταμο κατάλαβε τι σημαίνει δουλειά, που είχαμε δυο λιποθυμίες στο συνεργείο από την πολλή ζέστη –θέλω να πιστεύω– και την κόπωση. Μετά απ’ αυτό μου δήλωσε ότι δεν σκοπεύει να ασχοληθεί με τη σκηνοθεσία, γιατί θεωρεί το επάγγελμα πολύ κοπιαστικό, ενώ δεν θα είχε κανένα πρόβλημα ως βοηθός καντινιέρη. Αν θεωρείτε ότι είμαι υπερπροστατευτικός, λυπάμαι. Αλλά με ένα παιδί δεν μπορώ να φτιάξω δυναστεία.
Από τις μέρες που γυρίζατε την ταινία μέχρι τώρα που βγαίνει στις αίθουσες έχουν συμβεί τόσα που θα μπορούσαν να δώσουν υλικό για κάμποσες ακόμη ταινίες. Νιώθετε πως η πραγματικότητα ξεπερνά τη φαντασία σας;
Το τραγικό που μου συμβαίνει είναι ότι την ξεπερνά πάντα στη φάση μεταξύ γυρισμάτων και προβολής της ταινίας, όπως καλή ώρα με τον Μυλοπόταμο. Τώρα, θα μου πείτε, δεν θέλει και πολλή φαντασία για να συλλάβεις έναν δικαστικό που έχει σχέσεις με το κύκλωμα διακίνησης, όταν στις σαπουνόπερες των εμπορικών καναλιών ο ίδιος ο αρχηγός της αστυνομίας κινεί τα νήματα του οργανωμένου εγκλήματος.
Χρησιμοποιείτε συχνά την προτροπή «ψυχραιμία!»; Ή μήπως σας την απευθύνουν συχνά. Θα λέγατε πως η ψυχραιμία είναι εν τέλει καλός σύμβουλος ή μήπως είναι ο καλύτερος τρόπος για να χάσεις το δίκιο σου στη χώρα που ζούμε;
Πολλά χρόνια θα ζήσει.
Ποιος;
Ο αρχηγός της αστυνομίας, γι’ αυτόν δεν λέγαμε; Όχι αυτός της σαπουνόπερας, αυτός της ΕΛ.ΑΣ., ο κύριος Δημοσχάκης, οποίος μετά τα συμβάντα στα Ζωνιανά συνιστούσε στους δημοσιογράφους ψυχραιμία και μόνο στους ψύχραιμους να αναλάβουν δράση. Τον είδα στην τηλεόραση και συμφωνώ απόλυτα μαζί του, γιατί εσείς, οι δημοσιογράφοι εννοώ, φαίνεται ότι την έχετε χάσει και απεργείτε, άλλο που δεν θέλει ο εχθρός. Αν νομίζετε ότι έτσι θα βρείτε το δίκιο σας, αφήνοντας τους πολίτες απληροφόρητους στο έλεος της κυβέρνησης και των σατιρικών εκπομπών της τηλεόρασης...
Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε 6.12.2007.