Ο κόσμος περιμένει. Και εμείς αναβάλουμε τη γιορτή

o-kosmos-perimenei-kai-emeis-anavaloume-ti-giorti


Αφού το 1974 έγινε το πολυτεχνείο και όσους σπεύσαμε -17 ετών τότε- από εκδίκηση μας αφήσανε από απουσίες, αναγκάστηκα από το 14ο Γυμνάσιο της οδού Φαλήρου πίσω από το ΦΙΞ (πρώην σταύλοι του Όθωνα) με τους ηρωικούς αληταράδες Πετραλωνίτες και τα καλόπαιδα του Μακρυγιάννη, να μεταγραφώ στο πιο αξιοπρεπές σχολείο Της Ευαγγελικής (όχι της καλής, της πρότυπης, της άλλης).


Εκεί πηγαίναμε από το ξημέρωμα και παίζαμε μπάσκετ στο ανοικτό του Πανιωνίου και μετά ιδρωμένοι όπως ήμασταν πίναμε παγωμένο σοκολατούχο καρνέισον με ψωμάκι που μέσα βάζαμε σοκολάτα υγείας ή τσιπς. Οπότε όπως καταλαβαίνετε για δυο ώρες τουλάχιστον κλάναμε γιατί είχε κρυώσει η κοιλίτσα μας.


Κάποια μέρα που πρώτη ώρα είχαμε θρησκευτικά, έριξα την πιο εκκωφαντική πορδή που έχει ακουστεί ποτέ στον κόσμο αυτό. Τόσο δυνατή που ποτέ δεν προσδιορίστηκε η σημειακή της πηγή. Άρχισε ο άμοιρος Θρησκευτικός να περνάει από όλα τα θρανία και να απαιτεί να το πει αυτός που την έκανε.


Εγώ για πρώτη και τελευταία φορά όχι μόνο δεν ανέλαβα τις ευθύνες μου αλλά παρότρυνα τους διπλανούς μου – τον Λουκή, τον Τζούρο και τον Σταύρο τον καλύτερο μου φίλο- να ομολογήσουνε ποιος την έκανε για να τελειώνουμε. Ανθρώπινο γαρ.


Δεν άντεχα για δεύτερη συνεχή χρονιά αποβολές και απουσίες. Ο Θρησκευτικός –καλή του ώρα- προσπέρασε το σημείο έκρηξης και έφτασε στο τελευταίο θρανίο όπου βρήκε έναν μαθητή, κουφό σε αφασία, που δεν είχε ακούσει τίποτα και διάβαζε τον Ριζοσπάστη. Οπότε με την αντικομμουνιστική υστερία που είχαν ανέκαθεν τα παπαδάκια τον έστειλε στον Γυμνασιάρχη για 4ήμερη αποβολή. Ο δε Γυμνασιάρχης, επειδή βρωμούσε το στόμα του τσιγάρο, του έριξε 8ήμερη.


Αυτό ήτανε. Όλα τα καφενεία, οι διανοούμενοι και οι αλητόβιοι δώσαμε εντολή, να μην μπει κανείς στις τάξεις. Έτσι κι έγινε. Αυτή είναι η πρώτη αποχή από μαθήματα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην μεγάλη και ατέλειωτη μέχρι σήμερα περίοδο, που τη λέμε Μεταπολίτευση.


Κράτησε τρεις μέρες. Όσο δηλαδή και το Γούντστοκ. Από έξω ήταν ασφαλίτες και μέλη κομματικών οργανώσεων. Οι μεν θέλανε να μας συλλάβουνε και οι δε να μας στρατεύσουν.


Εγώ είχα ένα σακ βουαγιάζ με ρούχα και κάθε τόσο έβγαινα στην πύλη του σχολείου με άλλο μπλουζάκι και ρώταγα σπαρακτικά:


  • Είστε αστυνομικός; ξέρετε, με κρατάνε με το ζόρι…
  • Ναι!
  • Άντε χάσου ρε μπάτσε…


Άλλο μπλουζάκι, άλλη ερώτηση, σε άλλον:


  • Είστε από κάποια οργάνωση; ξέρετε, απειλείται η ζωή μας…
  • Ναι!
  • Άντε πήγαινε στον αγύριστο ρε κνίτη, ανέραστε…


Κι αυτά γιατί ήξερα ότι είχαν ειδική ατζέντα με εντολές κι ότι δεν τους ενδιέφεραν οι λεσβίες ενώ εμένα, ανέκαθεν μου άρεσε η αιδοιολειχεία, η Μύκονος, οι Rolling Stones κι ο Σαββόπουλος, οπότε ήξερα τι έλεγα στα φθηνοϋποκατάστατα της αριστεράς.


Την τρίτη μέρα όλοι οι θεοί πήγαμε και κάναμε στα καφενεία, στην πλατεία της Νέας Σμύρνης μια εκτεταμένη κουβέντα, μακριά από τους ανόητους τους μαθητές, που από μας περιμένανε να δούνε τι θα γίνει.


Γυρνώντας, κοντά στον Άτταλο το σινεμά, με πιάσανε δυο συμπαθέστατα παιδαρέλια και μου ‘πανε να μην βάλω το κεφάλι στον ντορβά γιατί αυτά όλα απαιτούν αποφάσεις 15μελών συμβουλίων, που μέχρι τότε δεν διέθετε η Ελλάδα. Ήταν ο Νίκος Πορτοκάλογλου και ο Κούτσικας.


(Ο Κούτσικας με επισκέφθηκε στο πάρκινγκ των Μύλων το 1997, ως εκπρόσωπος της ελβετικής τηλεόρασης).


Φθάνοντας λοιπόν στο σχολείο, ο Γυμνασιάρχης, γνωστός και ως Άκι Μπούα από τις χειλάρες του, με υποδέχθηκε με ανοιχτές αγκάλες και μου είπε να βγω να μιλήσω στους μαθητές επειδή με αγαπούσαν, να τους καθησυχάσω και να τους εγγυηθώ εκ μέρους του, ότι από δω και πέρα, το σχολείο θα είναι πιο δημοκρατικό.


Μέχρι να γυρίσω τον κώλο μου, είχαν έρθει για συμπαράσταση δυο σχολεία θηλέων. Ανάμεσα στα κορίτσια ήταν η μελλοντική και νυν σύζυγός μου Ελένη.


Το τελευταίο μπλουζάκι στο σακβουαγιάζ ήταν ένα αμάνικο, χωρίς μασχάλη, ζεστό κεραμιδί φούτερ, που έγραφε BROOKLYN. Τραγούδησα το Paint it Black των Stones, και εγγυήθηκα στους συμμαθητές και τις συμμαθήτριες, ότι η δημοκρατία στην παιδεία ήταν γεγονός μετά τον αγώνα μας κι ότι έπρεπε να γυρίσουμε στις τάξεις μας για τα μαθήματα και τις αρχαιρεσίες των 15μελών.


Από τότε, έχω συνείδηση της θείας αυτής δωρεάς κι όποτε γουστάρω ανάβω όποια φωτιά θέλω γιατί μετά μπορώ και τη σβήνω όποτε θέλω εγώ. Κι αυτό, γιατί εγώ έχω πάθος και θέρμη ενώ οι άλλοι, οι περισσότεροι, είναι κρυόμπλαστροι, χλιμίτζουρες και ξυνοί και οδηγούν την ανθρωπότητα στην κατάθλιψη.


Σκηνή δύο


Ίος, Πάσχα 1977. Έχω πάει με αυτό το γκομενάκι, την Ελένη, διακοπές και στα σκαλάκια κοντά στο Rolling Elephant Bar, βγάζω λόγο σε ελληνικά - αγγλικά σαν τον απόστολο Παύλο σε κάτι χίπηδες με δίψα για μάθηση. Τους λέω ότι πρέπει να έχουμε ενότητα στη ζωή μας και να είμαστε μασίφ μεταξύ μας οι άνθρωποι. Δηλαδή να είμαστε όσο μπορούμε ίδιοι τόσο απέναντι στον εαυτό μας όσο και στους γονείς μας, τους φίλους μας, τη γκόμενά μας και όλον τον κόσμο. Και να μην είμαστε υποκριτές, φαρισαίοι και ύπουλοι άνθρωποι.


Χωρίς να το ξέρω, τριάντα χρόνια πριν κατήγγειλα προκαταβολικά τον ντετερμινισμό, τον κατακερματισμό της σημερινής μας ζωής, που όλοι πια λειτουργούμε με ραντεβού. Π.χ: δεν μπορώ να σε δω απόψε, γιατί έχω κανονίσει με τον εαυτό μου.


Ένας μαλλιάς αξύριστος, κάτι έγραφε σ’ ένα μπλοκάκι της δραχμής. Ήταν ο Νίκος Πορτοκάλογλου.


Σκηνή τρία


Pop Εleven, 1979-1980. Κέντρο παγκόσμιας δισκογραφίας, ιδιοκτησίας των αδερφών Φαληρέα. Ο μεγαλύτερος, Τάσος, ήτανε και παραγωγός στην Columbia.


  • Τάσο, ξέρεις, εγώ τα Σαββατόβραδα δουλεύω στο προπατζίδικο του πατέρα μου κι έχω χάσει κάθε επαφή με τη γενιά μου, μιας και αυτή βγαίνει μόνο τα Σάββατα ενώ εγώ όλες τις καθημερινές. Επειδή όμως με αναγνωρίζουν ως δημογεροντία των τραγουδιών μου λένε για κάτι Νεοσμυρνιώτες που κάνουν πρόβες σε μια μονοκατοικία στο Παλιό Φάληρο..


  • Να πας να τους ακούσεις και να μου πεις, είπε ο Τάσος, γιατί κάτι μου είπε κι ο Σαββόπουλος.


Πηγαίνοντας, είδα τον Πορτοκάλογλου, τον Τσάκαλο, τον Καλαντζή και έναν πλήκτρο σαν τον Γκρούτσο Μαρξ. Είχανε καμιά διακοσαριά δίσκους και παίζανε ένα σωρό δικά τους πανέμορφα κομμάτια. Με το που πήγαμε με τον Τάσο, μου έδωσε εντολή, να πηγαίνω εκεί και να τους «βοηθάω».


Μετά την τρίτη φορά, πήγα και του είπα, ότι δεν αντέχω άλλο. Παίζουν τέλεια κάθε κομμάτι και με το που κάνει λάθος καμιά κόντρα στα ντραμς ο Τσάκαλος, αρχίζουν από την αρχή.


Για μας τους ακροατές, που δεν προλάβαμε να μάθουμε κανένα όργανο γιατί δεν χορταίναμε να ακούμε τραγουδάρες, δεν υπάρχει πιο ενοχλητικό πράγμα από τις πρόβες.


  • Τάσο, εγώ ξέρω 450.000 τραγούδια. Αυτοί μόνο 450 και ήδη η πιτσιρικάδα τους συγκρίνει με τους Talking Heads. Δεν τους βοηθάμε με το να ακούνε κι άλλα τραγούδια. Βγάλε τους αμέσως δίσκο, μην πάθουμε καμιά ζημιά.


Ο Τάσος τους είπε από την καρδιά του, ότι τους περιμέναμε μια ολόκληρη ζωή.


Από τότε δεν χάσαμε ούτε μια εμφάνιση των ΦΑΤΜΕ. Κάθε χρόνο τα τραγούδια του Νίκου, ήταν το ένα καλύτερο από το άλλο. Ο Μήτσος Καλαντζής, τον πρώτο χρόνο έπαιζε μπάσο, τον δεύτερο κιθάρα και τον τρίτο μπουζούκι. Μουσική ιδιοφυΐα που αποχώρησε νωρίς.


Μόνο στην χώρα αυτή, μπορεί να χαθεί τέτοιος μουσικός.


Σκηνή τέσσερα


Με έχει φάει ζωντανό ο Φαληρέας, να πιούμε έναν καφέ με τον Σαββόπουλο, αφού τόσο πολύ τον γούσταρα κι ζούσα με τα τραγούδια του. Από κόμπλεξ θες, μάλλον από φόβο μην ξενερώσω με την Άσπα που δεν ήθελαν να μοιράζονται τον Διονύση μαζί της, έτρεμα μην ξενερώσω και με τα τραγούδια του, που για μένα ήταν σαν δεκανίκια. Από τον ίδιον δε, απαιτούσαν να κοιμάται σε sleeping bag.


Πήγαμε όμως τελικά με την Ελένη μου, στην ιστορική συνάντηση δύο γενεών: Τάσου-Κατερίνας, Διονύση - Άσπας, ΦΑΤΜΕ, Τζίμη Πανούση και Χρήστου Βακαλόπουλου. Η οποία έγινε στο μπαρ Βεγγέρα στην Αθήνα κι όχι στη Ράτκα που λέει με επιμονή η Ελένη μου.


Σκηνή πέντε


Δύο, παρακαλώ ραδιοφωνικές εκπομπές την εβδομάδα στην ΕΡΑ 4 με τον Χρήστο Βακαλόπουλο και τον Γιώργο Κουτσονάσιο επί οικουμενικών κυβερνήσεων ’89-’91. Σαββόπουλος «Τραπεζάκια έξω», ΦΑΤΜΕ, Παιδιά απ’ την Πάτρα, Οπισθοδρομική Κομπανία και Νίκος Παπάζογλου.


Σκηνή έξι


Η χαρά του Τάσου Φαληρέα, που βάλαμε την Αρετή Κυπραίου, να πει τα «Ψέμματα».


Σκηνή επτά


Η χαρά του Τάσου Φαληρέα, που συνεργάστηκαν οι ΦΑΤΜΕ με την Χαρούλα Αλεξίου


Σκηνή οχτώ


Η ανάμνηση του Τάσου Φαληρέα μετά την πρόσφατη συνεργασία Πορτοκάλογλου, Σαββόπουλου, Μαργαρίτη στον Κεραμεικό.


Σκηνή εννιά


Συναυλία Νίκου Πορτοκάλογλου, 11 Ιουλίου 2007 στη Λάκκα Μυκόνου, υπο την αιγίδα της ΔΕΠΠΑΜ.


Ούτε ένας μυκονιάτης φιλαράκος, δεν ήρθε να μου πει, να πάμε παρέα στον Πορτοκάλογλου. Δεν τους κρατάω κακία, αφού και την Αμερική γουστάρουν κάθε τόσο να ανακαλύπτουν. Αλλά φταίει και το μικρό μας μέρος. Που όπου κι αν πάς τους βλέπεις όλους. Δεν κάνουν οι άνθρωποι πια προσυγκεντρώσεις, όπως κάναμε στο Νομό Αττικής.


Φταίει όμως και το ιδιότυπο δημαρχιακό καθεστώς που σε κάλεσε Νίκο μου. Γιατί τους έχει επιβάλλει να μην μοιράζονται τίποτα από αυτά που εμείς μοιραστήκαμε: τραγούδια, βιβλία και φιλμς.


Μόνο η ποιήτρια Δάφνη Χρονοπούλου ήρθε και με βρήκε στο παραπέντε για να έρθουμε και θυμόταν κιόλας, την αγωνία μας για τους ΦΑΤΜΕ.


Αυτή όμως δεν είναι Μυκονιάτισσα. Κατάγεται από τη Δεξαμενή. Έστειλα βέβαια, γυναίκα και κόρη, διότι εγώ αδιαφορώ και σνομπάρω οτιδήποτε κάνει αυτό το καθεστώς του ανθρωποδιώχτη δημάρχου Χρήστου Βερώνη, που επωάσθη στους κύκλους της εκκλησίας και του Μητσοτάκη. Οι οποίοι χρίζουν για δημάρχους τέτοιους μισαλλόδοξους νάνους, με επιτήδειους υποτελείς.


Όταν εγκατασταθήκαμε εδώ, μετά από ‘κείνα τα χρόνια, κάναμε αμέσως Κινηματογραφική Λέσχη, αφού ήτανε το νησί οχτώ χρόνια χωρίς σινεμά. Δεν μας το αναγνώρισε ποτέ ο πρόεδρος της ΔΕΠΠΑΜ που είναι και κνίτης, γιατί λέει αυτά, είναι δουλειές του κράτους.


Φαντάσου τώρα Νίκο μου, όλους αυτούς, που νέμονται σαν δικά τους όλα τα πολιτιστικά του νησιού, που αλλάζουν τα τζιπ σαν τα φουστάνια να μου απαγορεύουν κάθε ανάμιξη με τα κοινά στο χώρο του πολιτισμού, χωρίς να ξέρουν ούτε ένα τραγούδι, ούτε ένα βιβλίο, ούτε ένα φιλμ. Αλλά βλέπεις αυτοί, νομίζουν ότι οι Τέχνες και οι Μούσες, είναι για τα μάτια των βλαμμένων ψηφοφόρων.


Λογοκρίνανε ακόμα και την τελευταία ταινία του Σταύρου Τσιώλη, που παίζουμε δυο μυκονιάτες: εγώ κι ο Ζουγανέλης. Όπως λογοκρίνανε και την ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου που έδειχνε Μύκονο χωρίς γιαπιά και ειρωνευότανε τους ντόπιους μπετατζήδες και τη ματαιοδοξία των Αθηναίων.


Έτσι τελειώνει το ημίχρονο της ζωής μας Νίκο μου, τώρα που πενηνταρίσαμε.


Μου φάγανε τα νιάτα, μου φάγαν και την άνοιξη. Δεν είμαι επαναστάτης τελικά με τα λεφτά του πατέρα μου και είμαι και κάτω του μετρίου, μέτριος.


Όσο ζω όμως θα βροντοφωνάζω αυτό που είπε ο Νίκος Γκάλης όταν τα μαλλιά του ήταν ακόμα αφάνα σαν του Santana, τότε στο ημίχρονο, στον πρώτο του αγώνα με την Εθνική απέναντι στην Τουρκία, μέσα στην Κωνσταντινούπολη, μαζί με Καστρινάκη και Κορωναίο, ενώ χάναμε:


«Θα τους σκίσουμε τους αντιπάλους»


Και μετά νικήσαμε.


Σκηνή δέκα


Νίκο, συγνώμη που δεν τραγούδησες στη Μύκονο δεκαπέντε χρόνια πριν. Δεν μας το επέτρεψαν οι βλάχοι δεσποτάδες και οι βαλκάνιοι επαρχιώτες των κομμάτων.


Καλά έκανα λοιπόν, και έκλασα τον Θρησκευτικό τότε. Και νυν και αεί.